Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2012

Οι φωτιές της Φλώρινας 1980-1990, γράφει ο Λάζος ο βουνίσιος



Xρονογράφημα: Οι φωτιές της Φλώρινας 1980-1990
Το παραδοσιακό άναμμα των φωτιών αποτελεί το σημαντικότερο έθιμο της Φλώρινας που σηματοδοτεί τον ερχομό των Χριστουγέννων στην ακριτική μας περιοχή.

Στα αρχαιότερα χρόνια συνέπιπτε με το χειμερινό εορτασμό του Απόλλωνα όπου με ανάλογες εκδηλώσεις οι αρχαίοι έλληνες πρόγονοι μας υποδέχονταν το φώς. Να σημειώσουμε ότι από την 20η Δεκεμβρίου  αυξάνονται οι ώρες της ημέρας και μειώνονται οι ώρες της νύχτας. Με τον ερχομό του Χριστιανισμού το έθιμο συνδέθηκε με τις φωτιές που άναβαν κάτι βοσκοί γύρω από την φάτνη όπου εγεννήθη ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Κάπως έτσι το έθιμο αυτό διατηρήθηκε ανα τους αιώνες από τους Φλωρινιώτες από αρχαιοτάτων χρόνων αν και κατηγορήθηκε από τον αείμνηστο επίσκοπο Φλωρίνης Αυγουστίνο Καντιώτη ως ειδωλολατρικό όπως και μας απέτρεπε στα κατηχητικά να συμμετέχουμε στο άναμμα των φωτιών.

Σε μικρή ηλικία μαζευόμασταν ανα γειτονιά και διοργανώναμε εξορμήσεις στα πέριξ βουνά για να μαζέψουμε καύσιμη ύλη κυρίως κορμούς δένδρων ή πουρνάρια θάμνων οι γνωστές στην καθομιλουμένη τοπική διάλεκτο «ζμπρέγκες». Στήν καύσιμη ύλη συμπεριλαμβάνονταν μέχρι και καυσόξυλα που μαζεύαμε από αυλές σπιτιών της γειτονιάς μας. Μέχρι που απαγορεύθηκε δια νόμου μαζεύαμε και  ελαστικά φορτηγών. Λεωφορείων, τρακτέρ ή ιδιωτικής χρήσεως αυτοκινήτων από τα βουλκανιζατέρ της πόλης. Τα πουρνάρια ανεβαίναμε στα βουνά και τα κόβαμε με τσεκούρια ή πριόνια, τα δέναμε στην πλάτη και ανα ομάδες κατηφορίζαμε από τα μονοπάτια των πέριξ συνήθως χιονισμένων μας βουνών. Όλα αυτά τα συγκεντρώναμε από τα τέλη Νοεμβρίου μέχρι την παραμονή του ανάμματος  της φωτιάς σε αποθήκες ή σε εγκαταλελειμμένα σπίτια της γειτονιάς μας.


Τις νύχτες χωριζόμασταν σε δύο ομάδες. Την ομάδα περιφρούρησης της αποθήκης και την ομάδα νυχτερινής εφόδου σε σπίτια, σε αποθήκες η βουλκανιζατέρ. Κάναμε επίσης επιδρομές σε αποθήκες γειτονιών που άναβαν κι αυτοί φωτιά. Συνήθως  μαζεύαμε δοκάρια σανίδες μαδέρια ακόμη και καυσόξυλα ή ελαστικά ή ότι άλλο ξύλινο ή εύφλεκτο βρίσκαμε στις αυλές των σπιτιών. Λειτουργούσαμε σαν τους..αρχαίους Σπαρτιάτες υπο ένα σύστημα «κρυπτίας» στις νυχτερινές επιδρομές μας χωρίς να μας αντιλαμβάνονται οι νοικοκύρηδες, τα παιδιά άλλων γειτονιών ακόμη και η αστυνομία πόλης- χωροφυλακής- διότι θεωρούταν και θεωρείται ληστεία σύμφωνα με το κοινό ποινικό κώδικα. Πέραν του διωγμού του εθίμου  από την εκκλησία ως ειδωλολατρικό έθιμο, πάντα είχαμε τον φόβο μην μας συλλάβουν. Είχαμε βιώσει  την εποχή εκείνη κωμικοτραγικές περιπέτειες. Μάλιστα θυμάμαι αστυνομικούς που «μας έβγαζαν φωτογραφία με τα κλοπιμαία ανα χείρας» από την απέναντι όχθη του ποταμού στο ύψος της πλατείας σχολείων. Πετούσαμε ρόδες, ξύλα στο ποτάμι για να μην προλάβουν να μας συλλάβουν επ  αυτοφόρω. Από τον τρόμο και πανικό πηδούσαμε φράχτες μονοκατοικιών, γκρεμοτσακιζόμασταν στην κυριολεξία. Σε μία νυχτερινή επιδρομή στην αποθήκη του σπιτιού του «Βασίλη του αρχηγού» της γειτονιάς  επι της οδού Πέλλης μόλις μας αντιλήφτηκε μας κυνηγούσε στην μισή πόλη με τσεκούρι ανα χείρας. Ένας άλλος στην πλατεία Χρυσοστόμου Σμύρνης μας κυνήγησε με ένα ..σπαθί ξιφομαχίας! Έναν της γειτονιάς μου τον συνέλαβε ιδιοκτήτης φορτηγού γεμάτου μεταχειρισμένα ελαστικά φορτηγών και τον..έδεσε σε κορμό δένδρου με τριχιά μέχρι να έρθει το περιπολικό της αστυνομίας πόλεως. Αξέχαστα χρόνια και εμπειρίες ζήσαμε στο Βαρόσι και στο Γιάζι όπου δεμένοι σαν μουλάρια κατηφορίζαμε από το Ούσπουρνάρ (Εις πουρνάρι) δυτική προέκταση της κορυφής του λόφου Αγίου Παντελεήμονα, όπου σέρναμε στην μικρή μας πλάτη κορμούς πεύκων και βελανιδιών ακόμη και οικοδομικά δοκάρια (γραντζιές) που βρίσκαμε σε γιαπιά οικοδομών ή παλιών σπιτιών περπατώντας σε μισό μέτρο χιόνι ή σαράντα εκατοστά πάγου στο έδαφος. Αψηφούσαμε το κρύο και τα χιόνια.

Κάπου στην γειτονιά στήναμε ένα πρόχειρο παράπηγμα κάτι μεταξύ σκοπιάς-φυλακίου ή ξύλινης παράγκας. Ανάβαμε να ζεσταθούμε μία μικρή φωτιά και σαν πολύ ζωηρά Γυμνασιο-Λυκειόπαιδα της εποχής ανάβαμε το πρώτο μας «μάλμπουρο» ή «άσσος φίλτρο πλακέ» μακριά από τα απαγορευτικά βλέμματα των μεγαλυτέρων που ήταν ταμπουρωμένοι στα καφενεία της εποχής. Το ξενύχτι της σκοπιάς (κυρίως Σαββατο-Κύριακα) συνεχιζόταν μέχρι τις πρώτες πρωϊνές ώρες μετά τα μεσάνυχτα. Τήν επομένη το πρωί (αν ξυπνάγαμε) πατούσαμε το πόδι στο σχολείο κατά την διάρκεια της δεύτερης ώρας του μαθήματος κατόπιν έντονης κατσάδας στο σπίτι απουσία στην σχολική τάξη.

Παραμονή του ανάμματος στήναμε την φωτιά με τελετουργική διαδικασία. Στο κέντρο σκάβαμε μία μεγάλη τρύπα όπου στερεώναμε τον μεγαλύτερο και χονδρότερο κορμό δένδρου ενώ γύρω από αυτόν τοποθετούσαμε ξύλα, ελαστικά αυτοκινήτων, σανίδα πουρνάρια κλπ. Περιμετρικά σαν σε κύκλο τοποθετούσαμε του μικρότερους κορμούς, δοκάρια και τα ακουμπούσαμε στον κεντρικό κορμό. Από μακριά φάνταζε υπέροχα σαν ..ινδιάνικη καλύβα ύψους 7 με 10 μέτρα. Κάπου στην ευρύτερη περίμετρο κατασκευάζαμε μία πρόχειρη παράγκα από δοκάρια ενδεδυμένα με νάιλον, μουσαμάδες ή λινάτσες τσουβαλιών και ένα τραπέζι με φιάλες κρασιού για την υποδοχή των επισκεπτών.

Τα μεσάνυχτα της 23ης με 24ης Δεκεμβρίου αφού είχε συγκεντρωθεί πλήθος κόσμου εμείς με τενεκέδες πετρελαίου ή μαζούτ ανα χείρας λούζαμε τα ξύλα και ο αρχηγός με ένα παλούκι στην άκρη του οποίου υπήρχε ένα αναμμένο στουπί άναβε την φωτιά. Σύννεφο καπνού στην αρχή και ένα ξέσπασμα φωτιάς άστραφτε στο νυχτερινό ουρανό όπου μύριζε καμένα πουρνάρια ξύλα και ελαστικά αυτοκινήτων ο τόπος. Μέχρι να χαμηλώσει η φωτιά πίναμε κανα ποτηράκι κρασί, τραγουδάγαμε, ακούγαμε ροκ μουσική από φορητά ραδιοκασσετόφωνα ή ράδιο από τρανζιστοράκια που φέρναμε από το σπίτι. Όταν η ώρα πλησίαζε 2 μετά τα μεσάνυχτα στριφογυρνούσαμε στις άλλες γειτονιές για να συγκρίνουμε πόσο μεγάλες ήταν. Οι μεγαλύτεροι κατέληγαν μεθυσμένοι στις ντισκοτέξ της πόλης για διασκέδαση και χορό (disco black red- angel- popay ) ή στα μπουζούκια της εποχής (Μηλιές κάτω από το νοσοκομείο) Εμείς οι μικρότεροι ξαναεπιστρέφαμε στην φωτιά μας όπου γύρω από αυτήν καμαρώναμε λέγοντας ότι ήταν η καλύτερη που είδαμε, εξιστορούσαμε τις περιπέτειες κατορθώματα κατά την προετοιμασία της φωτιάς. Πάντα καμαρώναμε την δική μας φωτιά στο Βαρόσι η στο Γιάζι. Από το ξενύχτι, την κούραση το ελαφρό μεθύσι της φωτιάς κοιμόμασταν στην παράγκα που είχαμε κατασκευάσει μέχρι να μας ξυπνήσουν οι νιφάδες της χιονόπτωσης της επομένης ημέρας για να σηκωθούμε να φάμε κανέναν πατσά ή κουλούρι αλλά και την κατσάδα στο σπίτι από τους γονείς μας.

Η φωτιά έσβηνε πολλές ώρες μετά την επομένη ημέρα όπου σχηματιζόταν ένα μικρό βουναλάκι από κάρβουνα που μισοκαίγανε. Το σκηνικό του εθίμου τελείωνε από γριούλες ή νοικοκυρές που με ένα φαράσι ή τενεκεδάκι έπαιρναν κάρβουνα για την θερμάστρα του σπιτιού τους «για το καλό της χρονιάς που έρχεται». Συχνά μας δίναν τα συγχαρητήρια τους χαρίζοντας χαρά στα μουντζουρωμένα από την στάχτη της φωτιάς εφηβικά μας πρόσωπα.

Κάπως έτσι ξετυλίγονται εικόνες του παρελθόντος από το παραδοσιακό άναμμα των φωτιών στο Βαρόσι ή στο Γιάζι όπου βιώσαμε τοτε τα παιδιά του ιστορικού κέντρου της πόλης της Φλώρινας (αρχές προς μέσα της δεκαετίας του 1980).
Υ.Γ. Αν θυμάμαι καλά μία χρονιά η γειτονιά μας βραβεύθηκε ως καλύτερη στην πόλη χαρίζοντας μας ο τότε Δήμαρχος ως «έπαθλον φωτιάς» ένα βαρέλι ....πεντάξινο κρασί που δεν πίνονταν με τίποτα. 

Πηγή: Florine@



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου